- νιφαργής
- νῐφ-αργής, ές,A snow-white, Orph.A.669 (sed leg. νιφ<ετ>αργέσιν): [full] νίφαργος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νιφαργής — νιφαργής, ές και νίφαργος, ον (Α) λευκός σαν το χιόνι, λαμπερός από την λευκότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + ἀργής «λαμπρός» (πρβλ. εν αργής)] … Dictionary of Greek
νιφαργέσιν — νιφαργής snow white masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίφαργος — (I) ο ζωολ. γένος αμφίποδων καρκινοειδών τής οικογένειας gammaridae. (II) νίφαργος, ον (Α) βλ. νιφαργής … Dictionary of Greek